- ημιπαράσιτο
- τοβοτ. φυτικό παράσιτο που μπορεί να συνθέτει τις οργανικές τροφές του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
μυζόδενδρο — το βοτ. θαμνώδες ημιπαράσιτο φυτό τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myzodendron (< μύζω (ΙΙ) + δέντρο)] … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
γκι — Κοινή ονομασία φυτού γνωστό με την επιστημονική ονομασία βίσκο το λευκό. Πρόκειται για φυτό ημιπαράσιτο, της οικογένειας των λωρανθιδών. Βλ. λ. ιξός … Dictionary of Greek
ιξός ή γκι — Αειθαλές φρύγανο της οικογένειας των λωρανθιδών. Ζει παρασιτικά (ημιπαράσιτο) σε ορεινές περιοχές, πάνω στα κλαδιά δασικών (έλατο, λεύκη, καστανιά κλπ.) και οπωροφόρων δέντρων (μηλιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά κλπ.), προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές.… … Dictionary of Greek